Λουτρόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Λουτρόν | τὰ | Λουτρά | ||||
γενική | τοῦ | Λουτροῦ | τῶν | Λουτρῶν | ||||
δοτική | τῷ | Λουτρῷ | τοῖς | Λουτροῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | Λουτρόν | τὰ | Λουτρά | ||||
κλητική ὦ! | Λουτρόν | Λουτρά | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /luˈtɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λου‐τρόν
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛουτρόν ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ονομασία οικισμών της Ελλάδας (→ δείτε και Λουτρό)