↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Λιτόσελο τα Λιτόσελα
      γενική του Λιτόσελου των Λιτόσελων
    αιτιατική το Λιτόσελο τα Λιτόσελα
     κλητική Λιτόσελο Λιτόσελα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λιτόσελο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈto.se.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λι‐τό‐σε‐λο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λιτόσελο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία