Λιτόσελον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Λιτόσελον | τὰ | Λιτόσελα | ||||
γενική | τοῦ | Λιτοσέλου | τῶν | Λιτοσέλων | ||||
δοτική | τῷ | Λιτοσέλῳ | τοῖς | Λιτοσέλοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Λιτόσελον | τὰ | Λιτόσελα | ||||
κλητική ὦ! | Λιτόσελον | Λιτόσελα | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λιτόσελον < → δείτε τη λέξη Λιτόσελο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈto.se.lon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λι‐τό‐σε‐λον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛιτόσελον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) οικισμός της Φθιώτιδας → δείτε τη λέξη Λιτόσελο