• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Λιτόσελον

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Κύριο όνομα

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Λιτόσελον τὰ Λιτόσελα
      γενική τοῦ Λιτοσέλου τῶν Λιτοσέλων
      δοτική τῷ Λιτοσέλῳ τοῖς Λιτοσέλοις
    αιτιατική τὸ Λιτόσελον τὰ Λιτόσελα
     κλητική ὦ! Λιτόσελον Λιτόσελα
Συνήθως στον ενικό
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Λιτόσελον < → δείτε τη λέξη Λιτόσελο

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈto.se.lon/
τυπογραφικός συλλαβισμός : Λι‐τό‐σε‐λον

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λιτόσελον ουδέτερο

  • (καθαρεύουσα) οικισμός της Φθιώτιδας → δείτε τη λέξη Λιτόσελο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Λιτόσελον&oldid=6922433"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Αυγούστου 2024, στις 09:01

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Αυγούστου 2024, στις 09:01.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας