πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λιτοσελίτισσα οι Λιτοσελίτισσες
      γενική της Λιτοσελίτισσας των Λιτοσελιτισσών
    αιτιατική τη Λιτοσελίτισσα τις Λιτοσελίτισσες
     κλητική Λιτοσελίτισσα Λιτοσελίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Λιτοσελίτισσα < Λιτοσελίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
ΔΦΑ : /li.to.seˈli.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λιτοσελίτισσα

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λιτοσελίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λιτοσελίτης