Δείτε επίσης: λαιμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαιμός οι Λαιμοί
      γενική του Λαιμού των Λαιμών
    αιτιατική τον Λαιμό τους Λαιμούς
     κλητική Λαιμέ Λαιμοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαιμός < λαιμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /leˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λαι‐μός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαιμός αρσενικό

  1. συνοικία της Βουλιαγμένης
  2. χωριό της Φλώρινας
  3. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Λαιμού)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία