Δείτε επίσης: κούτσαινα
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κούτσενα
      γενική των Κούτσενων
    αιτιατική τα Κούτσενα
     κλητική Κούτσενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κούτσενα < σλαβικής προέλευσης кућама / kȕćama, δοτική πληθυντικού τού кућа / kuća (σπίτι) < πρωτοσλαβική *kǫťa (σπίτι)
(ενίοτε γράφεται Κούτσαινα, με παρετυμολόγηση από το κούτσαινα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈku.t͡se.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κού‐τσε‐να
ομόηχο: κούτσαινα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κούτσενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία