Κούτζιανα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Κούτζιανα | ||
γενική | των | Κούτζιανων | ||
αιτιατική | τα | Κούτζιανα | ||
κλητική | Κούτζιανα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κούτζιανα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης кућама / kȕćama, δοτική πληθυντικού τού кућа / kuća (σπίτι) < πρωτοσλαβική *kǫťa (σπίτι)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚούτζιανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) χωριό της Ελλάδας, άλλη μορφή του Κούτσενα
- ※ Ἐφθάσαμεν τέλος πάντων μετὰ δύο ἡμέρας εἰς Κούτζιανα Ἀσπροποτάμου, χωριὸ τῶν Στορναραίων, ὅπου ἦτον καὶ ὁ ἴδιος <ὁ Νικολός Στορνάρης ἐκεῖ> τοποθετημένος. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 1, Αθήνα 1939, σελ. 252)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κούτζιανα
|