Κουτσονίκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κουτσονίκας | ||
γενική | του | Κουτσονίκα | ||
αιτιατική | τον | Κουτσονίκα | ||
κλητική | Κουτσονίκα | |||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κουτσονίκας < σλαβικής προέλευσης кућаница / kućanica (σπιτονοικοκυρά) < кућа / kuća (σπίτι) < πρωτοσλαβική *kǫťa (σπίτι)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουτσονίκας αρσενικό