κούτσαινα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈku.t͡se.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐τσαι‐να
- ομόηχο: Κούτσενα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίακούτσαινα
- αʹ ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος κουτσαίνω
Δείτε επίσης : Κούτσενα |
κούτσαινα