Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτσαίνω < κουτσός + -αίνω < μεσαιωνική ελληνική κουτσός < υστερολατινική coxus (χωλός, κουτσός) < λατινική coxa (ισχίο, γοφός, μηρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *koḱs-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈt͡se.no/

  Ρήμα επεξεργασία

κουτσαίνω, πρτ.: κούτσαινα, στ.μέλλ.: θα κουτσάνω, αόρ.: κούτσανα, παθ.φωνή: κουτσαίνομαι

  1. (μεταβατικό) καθιστώ κάποιον κουτσό
  2. (αμετάβατο) βαδίζω ρίχνοντας το βάρος περισσότερο στο ένα πόδι, επειδή πχ το άλλο πόδι είναι χτυπημένο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία