Ετυμολογία

επεξεργασία

κουτσαίνω, πρτ.: κούτσαινα, στ.μέλλ.: θα κουτσάνω, αόρ.: κούτσανα, παθ.φωνή: κουτσαίνομαι

  1. (μεταβατικό) καθιστώ κάποιον κουτσό
  2. (αμετάβατο) βαδίζω ρίχνοντας το βάρος περισσότερο στο ένα πόδι, επειδή πχ το άλλο πόδι είναι χτυπημένο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία