Ετυμολογία

επεξεργασία
lami < γερμανικά lahmen

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈla.mi/
ρήμα lami
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας lamas lamanta lamata
αόριστος lamis laminta lamita
μέλλοντας lamos lamonta lamota
υποθετική lamus - -
προστακτική lamu - -

lami (eo)

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

lami (io)