↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κούρνοβο τα Κούρνοβα
      γενική του Κουρνόβου
Κούρνοβου
των Κουρνόβων
    αιτιατική το Κούρνοβο τα Κούρνοβα
     κλητική Κούρνοβο Κούρνοβα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κούρνοβο < αρωμουνική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkuɾ.no.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κούρ‐νο‐βο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κούρνοβο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ασημάκης, Στάθης (2015). Τοπωνύμια οβα, οβο, ιστα, ιτσα. χ.τ.: χ.ο.. σελ. 128. ISBN 9789609375481. 
  2. ΦΕΚ 253 Α, 14 Δεκεμβρίου 1957