Κούρνοβον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Κούρνοβον | τὰ | Κούρνοβα | ||||
γενική | τοῦ | Κουρνόβου | τῶν | Κουρνόβων | ||||
δοτική | τῷ | Κουρνόβῳ | τοῖς | Κουρνόβοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Κούρνοβον | τὰ | Κούρνοβα | ||||
κλητική ὦ! | Κούρνοβον | Κούρνοβα | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κούρνοβον < → δείτε τη λέξη Κούρνοβο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkuɾ.no.von/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κούρ‐νο‐βον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚούρνοβον ουδέτερο