Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κουρέντι τα Κουρέντια
      γενική του Κουρεντιού
Κουρεντίου
των Κουρεντιών
Κουρεντίων
    αιτιατική το Κουρέντι τα Κουρέντια
     κλητική Κουρέντι Κουρέντια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουρέντι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈɾen.di/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐ρέ‐ντι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουρέντι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία