Κορακοβούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κορακοβούνι | τα | Κορακοβούνια |
γενική | του | Κορακοβουνίου | των | Κορακοβουνίων |
αιτιατική | το | Κορακοβούνι | τα | Κορακοβούνια |
κλητική | Κορακοβούνι | Κορακοβούνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ɾa.koˈvu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ρα‐κο‐βού‐νι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚορακοβούνι ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κορακοβούνι