Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κορακοβούνι τα Κορακοβούνια
      γενική του Κορακοβουνίου των Κορακοβουνίων
    αιτιατική το Κορακοβούνι τα Κορακοβούνια
     κλητική Κορακοβούνι Κορακοβούνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κορακοβούνι < κόρακ(ας) + -ο- + βουν(ό) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.ɾa.koˈvu.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ρα‐κο‐βού‐νι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορακοβούνι ουδέτερο

  1. χωριό της Αρκαδίας
  2. ονομασία βουνών της Ελλάδας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία