Κοίλωσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κοίλωσι | τα | Κοίλωσια |
γενική | του | Κοιλωσιού & Κοιλωσίου |
των | Κοιλωσιών & Κοιλωσίων |
αιτιατική | το | Κοίλωσι | τα | Κοίλωσια |
κλητική | Κοίλωσι | Κοίλωσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κοίλωσι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.lo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοί‐λω‐σι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοίλωσι ουδέτερο
- (παρωχημένο) οικισμός της Εύβοιας, πρώην ονομασία της Εκάλης[1]