Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Κιλιντζόγλου οι Κιλιντζόγλοι
Κιλιντζογλαίοι
οι Κιλιντζόγλου
      γενική του/της Κιλιντζόγλου των Κιλιντζόγλων
Κιλιντζογλαίων
των Κιλιντζόγλου
    αιτιατική τον/την Κιλιντζόγλου τους Κιλιντζόγλους
Κιλιντζογλαίους
τους/τις Κιλιντζόγλου
     κλητική Κιλιντζόγλου Κιλιντζόγλοι
Κιλιντζογλαίοι
Κιλιντζόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κιλιντζόγλου : προέλευσης από την οθωμανική τουρκική , στα τουρκικά Kılınçoğlu· αναλύεται σε Κιλιντζ(ής) + -όγλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κιλιντζόγλου αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία