Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Κηλιντζόγλου οι Κηλιντζόγλοι
Κηλιντζογλαίοι
οι Κηλιντζόγλου
      γενική του/της Κηλιντζόγλου των Κηλιντζόγλων
Κηλιντζογλαίων
των Κηλιντζόγλου
    αιτιατική τον/την Κηλιντζόγλου τους Κηλιντζόγλους
Κηλιντζογλαίους
τους/τις Κηλιντζόγλου
     κλητική Κηλιντζόγλου Κηλιντζόγλοι
Κηλιντζογλαίοι
Κηλιντζόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κηλιντζόγλου : προέλευσης από την οθωμανική τουρκική , άλλη γραφή του Κιλιντζόγλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κηλιντζόγλου αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κηλιντζόγλου σελ.158 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.