Κηφισιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.fiˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κη‐φι‐σιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κηφισιώτης αρσενικό (θηλυκό Κηφισιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος ή δημότης της Κηφισιάς, στην Αττική
- ↪ οι Κηφισιώτες έπιναν τον καφέ τους στο παλιό εκείνο ζαχαροπλαστείο
Συγγενικά επεξεργασία
- Κηφισιά
- κηφισιώτης, κηφισιώτισσα
- κηφισιώτικος
- Κηφισιώτης (επώνυμο)
- → και δείτε τη λέξη Κηφισός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κηφισιώτης | οι | Κηφισιώτηδες |
γενική | του | Κηφισιώτη* | των | Κηφισιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κηφισιώτη | τους | Κηφισιώτηδες |
κλητική | Κηφισιώτη | Κηφισιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κηφισιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κηφισιώτης < πατριδωνυμικό Κηφισιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κηφισιώτης αρσενικό (θηλυκό Κηφισιώτη ή Κηφισιώτου)