κηφισιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.fiˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐φι‐σιώ‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
κηφισιώτης αρσενικό (θηλυκό κηφισιώτισσα)
- (επιθετική λειτουργία) ο Κηφισιώτης
- οι κηφισιώτες θαμώνες του ζαχαροπλαστείου
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη Κηφισός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κηφισιώτης
|