Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κερατοβούνι τα Κερατοβούνια
      γενική του Κερατοβουνίου των Κερατοβουνίων
    αιτιατική το Κερατοβούνι τα Κερατοβούνια
     κλητική Κερατοβούνι Κερατοβούνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κερατοβούνι < κέρατ(ο) + -ο- + βουν(ό) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾa.toˈvu.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐ρα‐το‐βού‐νι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κερατοβούνι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 232