Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κατσαρώνι τα Κατσαρώνια
      γενική του Κατσαρωνίου των Κατσαρωνίων
    αιτιατική το Κατσαρώνι τα Κατσαρώνια
     κλητική Κατσαρώνι Κατσαρώνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κατσαρώνι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.t͡saˈɾo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐τσα‐ρώ‐νι
ομόηχο: Κατσαρώνη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κατσαρώνι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία