Καστελλόριζο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Καστελλόριζο | τα | Καστελλόριζα |
γενική | του | Καστελλόριζου & Καστελλορίζου |
των | Καστελλόριζων & Καστελλορίζων |
αιτιατική | το | Καστελλόριζο | τα | Καστελλόριζα |
κλητική | Καστελλόριζο | Καστελλόριζα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚαστελλόριζο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- ελληνικό νησί των Δωδεκανήσων του Αιγαίου Πελάγους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Καστελλόριζο