↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καστελλόριζο τα Καστελλόριζα
      γενική του Καστελλόριζου
Καστελλορίζου
των Καστελλόριζων
Καστελλορίζων
    αιτιατική το Καστελλόριζο τα Καστελλόριζα
     κλητική Καστελλόριζο Καστελλόριζα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καστελλόριζο < ιταλική castello[1] rosso[2]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καστελλόριζο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία