Καραβίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐βί‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καραβίτης αρσενικό (θηλυκό Καραβίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Καραβά Κυθήρων ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καραβίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καραβίτης | οι | Καραβίτηδες |
γενική | του | Καραβίτη* | των | Καραβίτηδων |
αιτιατική | τον | Καραβίτη | τους | Καραβίτηδες |
κλητική | Καραβίτη | Καραβίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καραβίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Καραβίτης < πατριδωνυμικό Καραβίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καραβίτης αρσενικό (θηλυκό ΧΧΧ)
Μεταγραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202