Ισίδωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ισίδωρος | οι | Ισίδωροι |
γενική | του | Ισίδωρου & Ισιδώρου |
των | Ισίδωρων & Ισιδώρων |
αιτιατική | τον | Ισίδωρο | τους | Ισίδωρους & Ισιδώρους |
κλητική | Ισίδωρε | Ισίδωροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ισίδωρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἰσίδωρος < Ἶσις + δῶρον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈsi.ðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐σί‐δω‐ρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙσίδωρος αρσενικό