Ἶσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἶσις | αἱ | Ἴσιδες |
γενική | τῆς | Ἴσιδος | τῶν | Ἰσίδων |
δοτική | τῇ | Ἴσιδῐ | ταῖς | Ἴσισῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Ἶσιν | τὰς | Ἴσιδᾰς |
κλητική ὦ! | Ἶσι | Ἴσιδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἴσιδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἰσίδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἶσις < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἾσις θηλυκό
- (θεωνύμιο, αιγυπτιακή μυθολογία) η θεά Ίσιδα
Πηγές
επεξεργασία- Ἶσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἶσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.