• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Ικάριο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Κύριο όνομα
    • 1.4 Δείτε επίσης
      • 1.4.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ικάριο τα Ικάρια
      γενική του Ικαρίου
& Ικάριου
των Ικαρίων
    αιτιατική το Ικάριο τα Ικάρια
     κλητική Ικάριο Ικάρια
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ικάριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἰκάριον

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈka.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐κά‐ρι‐ο

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ικάριο ουδέτερο

  1. (πέλαγος) το Ικάριο πέλαγος
  2. δήμος της αρχαίας Αθήνας

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Ικάριο Αιγηίδας στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δήμος της Αθήνας
  • αγγλικά : Icaria (en)
  • ιταλικά : Icario (it)
  • ρωσικά : Икария (ru)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Ικάριο&oldid=5478306"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 15:38

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 15:38.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας