Ικάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ικάριο | τα | Ικάρια |
γενική | του | Ικαρίου & Ικάριου |
των | Ικαρίων |
αιτιατική | το | Ικάριο | τα | Ικάρια |
κλητική | Ικάριο | Ικάρια | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ικάριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἰκάριον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈka.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐κά‐ρι‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙκάριο ουδέτερο
- (πέλαγος) το Ικάριο πέλαγος
- δήμος της αρχαίας Αθήνας