Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ζαπορίζια
      γενική της Ζαπορίζιας
    αιτιατική τη Ζαπορίζια
     κλητική Ζαπορίζια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ζαπορίζια < αγγλική Zaporizhzhia < ουκρανική Запоріжжя (Zaporížžja) < за (za: πέρα από) + пороги (poróhy: γρήγορος, ορμητικός), πληθυντικός του поріг (poríh: ορμητικός ποταμός, πέρασμα ποταμού)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ζαπορίζια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία