Ερέχθειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ερέχθειο | τα | Ερέχθεια |
γενική | του | Ερεχθείου & Ερέχθειου |
των | Ερεχθείων |
αιτιατική | το | Ερέχθειο | τα | Ερέχθεια |
κλητική | Ερέχθειο | Ερέχθεια | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ερέχθειο < αρχαία ελληνική Ἐρέχθειον[1] < Ἐρεχθεύς + -ειον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈɾe.xθi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐ρέ‐χθει‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕρέχθειο ουδέτερο
- αρχαίος ναός στην Αθήνα
- ※ […] κι’ ἕνα… πλυσταριὸ στὴν ταράτσα κάποιας μεγάλης οἰκοδομῆς ἀπ’ ἀντίκρυ μοῦ ἔκρυψε ἴσα - ἴσα τὸν Παρθενώνα, ὥστε νὰ μὴ βλέπω ἀπ’ τὴν Ἀκρόπολη παρὰ τὰ Προπύλαια καὶ τὸ Ἐρέχθειο. (Γρηγόριος Ξενόπουλος, Το παράθυρο, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 398 (1 Ιανουαρίου 1944), τόμ. 35, σελ. 19)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ερέχθειο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ερέχθειο