Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκρίσιμος η συγκρίσιμη το συγκρίσιμο
      γενική του συγκρίσιμου της συγκρίσιμης του συγκρίσιμου
    αιτιατική τον συγκρίσιμο τη συγκρίσιμη το συγκρίσιμο
     κλητική συγκρίσιμε συγκρίσιμη συγκρίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκρίσιμοι οι συγκρίσιμες τα συγκρίσιμα
      γενική των συγκρίσιμων των συγκρίσιμων των συγκρίσιμων
    αιτιατική τους συγκρίσιμους τις συγκρίσιμες τα συγκρίσιμα
     κλητική συγκρίσιμοι συγκρίσιμες συγκρίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκρίσιμος < σύγκρισις

  Επίθετο επεξεργασία

συγκρίσιμος, -η, -ο

  • που μπορεί να συγκριθεί με κάτι, ή που είναι παρόμοιος με κάτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία