Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοφιστής οι σοφιστές
      γενική του σοφιστή των σοφιστών
    αιτιατική τον σοφιστή τους σοφιστές
     κλητική σοφιστή σοφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοφιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοφιστής < σοφίζω, σοφισ- + -τής < σοφός α' κλίση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σοφιστής αρσενικό

  1. (ιστορία) ακόλουθος της σοφιστικής προσωκρατικής φιλοσοφίας
  2. αττικός ρήτορας, δικηγόρος (συνήγορος), δάσκαλος ρητορικής που δίδασκε με αμοιβή.

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοφιστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σοφιστής αρσενικό

  1. γνώστης μιας τέχνης, επιδέξιος σε μια τέχνη
  2. (φιλοσοφία) αττικός ρήτορας, δικηγόρος (συνήγορος), δάσκαλος ρητορικής επ' αμοιβή
  3. (κακόσημο) αυτός που εξαπατά με λόγια

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία