πολώνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολώνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική polonium < λατινική Polonia < πολωνική Polska (Πολωνία), όνομα που του έδωσε η Μαρία Σκουοντόφσκα-Κιουρί (Skłodowska Curie) προς τιμήν της πατρίδας της, της Πολωνίας
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολώνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 84 και χημικό σύμβολο το Po
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολώνιο | τα | πολώνια |
γενική | του | πολώνιου | των | πολώνιων |
αιτιατική | το | πολώνιο | τα | πολώνια |
κλητική | πολώνιο | πολώνια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πολώνιο στη Βικιπαίδεια