πολυσυζητημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυσυζητημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πολυσυζητώ
Μετοχή επεξεργασία
πολυσυζητημένος
- μετοχή του πολυσυζητώ, που έχει συζητηθεί πολύ
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυσυζητημένος
|