Δείτε επίσης: κερά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυρά οι κυρές
κυράδες
      γενική της κυράς των κυράδων
    αιτιατική την κυρά τις κυρές
κυράδες
     κλητική κυρά κυρές
κυράδες
Ο πληθυντικός, συνήθως κυράδες.
Κατηγορία όπως «γιαγιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυρά < μεσαιωνική ελληνική κυρός + ή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   >

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐ρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυρά θηλυκό (λαϊκότροπο) (αρσενικό κύρης)

  1. κυρία
    η κυρά της Καρύταινας, η κυρά της Ρώ (ιστορικά πρόσωπα)
  2. η οικοδέσποινα
  3. η σύζυγος
    Θα 'ρθεις με την κυρά σου;
    «Οι Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ» είναι τίτλος θεατρικού έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, μετάφραση του αγγικού The Merry Wives of Windsor

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

για τον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία