Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερωτηματικό τα ερωτηματικά
      γενική του ερωτηματικού των ερωτηματικών
    αιτιατική το ερωτηματικό τα ερωτηματικά
     κλητική ερωτηματικό ερωτηματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερωτηματικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ερωτηματικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερωτηματικό ουδέτερο

  1. σημείο στίξης που χρησιμοποιείται στο τέλος της πρότασης για να δείξει ότι η πρόταση είναι ερωτηματική
    το ελληνικό ερωτηματικό γράφεται ; ενώ το λατινικό ?
  2. κάτι για το οποίο υπάρχει αμφιβολία ή είναι άγνωστο
    πριν τη συνάντηση μας είχα πολλά ερωτηματικά για τις προθέσεις του

Εκφράσεις επεξεργασία

  • γεννώ ερωτηματικά: δημιουργώ αμφιβολίες
  Δείτε επίσης: ;

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ερωτηματικό