εργοδηγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εργοδηγός < (έργο) εργ- + οδηγός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conducteur des travaux[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eɾ.ɣo.ðiˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐γο‐δη‐γός
Ουσιαστικό επεξεργασία
- εργοδηγός αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης ή τεχνικός που επιβλέπει την εφαρμογή ενός τεχνικού έργου διευθύνοντας ομάδα τεχνιτών
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εργοδηγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας