Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εργοδηγός οι εργοδηγοί
      γενική του εργοδηγού των εργοδηγών
    αιτιατική τον εργοδηγό τους εργοδηγούς
     κλητική εργοδηγέ εργοδηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργοδηγός < (έργο) εργ- + οδηγός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conducteur des travaux[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɾ.ɣo.ðiˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐γο‐δη‐γός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργοδηγός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία