βαρύτατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαρύτατος < αρχαία ελληνική, υπερθετικός βαθμός του βαρύς
Επίθετο επεξεργασία
βαρύτατος, -η, -ο
- πολύ βαρύς, πολύ αρνητικός, πολύ σοβαρός ως προς τη σημασία και / ή τις επιπτώσεις του
- ↪ βαρύτατες κυρώσεις, βαρύτατες συνέπειες
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαρύτατος
|