αμαντάριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμαντάριστος, -η, -ο
- που δεν έχει μανταριστεί ή δεν μπορεί να μανταριστεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μαντάρω
αμαντάριστος, -η, -ο