Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αεροδυναμική
      γενική της αεροδυναμικής
    αιτιατική την αεροδυναμική
     κλητική αεροδυναμική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροδυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aérodynamique < aéro- + dynamique < αερο- + δυναμική[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾo.ði.na.miˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐δυ‐να‐μι‐κή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροδυναμική θηλυκό

  1. (φυσική) κλάδος που μελετά τη ροή του αέρα γύρω σώματα και την κίνηση των σωμάτων μέσα στον αέρα
  2. η ροή του αέρα γύρω από ένα κινούμενο σώμα
    Η αεροοδυναμική του αυτοκινήτου του επιτρέπει να επιταχύνει πιο γρήγορα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αεροδυναμική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία