Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβάντζο τα αβάντζα
      γενική του αβάντζου των αβάντζων
    αιτιατική το αβάντζο τα αβάντζα
     κλητική αβάντζο αβάντζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβάντζο < (άμεσο δάνειο) ιταλική avanzo (πλεόνασμα ισολογισμού)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈvan.d͡zo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβάντζο ουδέτερο

  1. αύξηση πόντων σε τυχερά παιχνίδια, στη φράση
    πάμε αβάντζο;
  2. πλεονέκτημα στον αντίπαλο
    παραβγήκαμε στο τρέξιμο και νίκησες, αλλά σου είχα δώσει αβάντζο δέκα μέτρα γιατί είσαι μικρότερος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • δίνω αβάντζο : πλεονέκτημα στον αντίπαλο, για παράδειγμα όταν παίζουμε με ένα πιόνι λιγότερο στο σκάκι
  • πάμε αβάντζο; : ερώτηση για παράταση από παίκτη που χάνει είτε ανεβάζοντας το στοίχημα είτε τους πόντους είτε το χρόνο λήξης

Δείτε επίσης επεξεργασία

τα παρώνυμα:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία