Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκδυση οι εκδύσεις
      γενική της έκδυσης* των εκδύσεων
    αιτιατική την έκδυση τις εκδύσεις
     κλητική έκδυση εκδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έκδυση < αρχαία ελληνική έκδυση > εκδύω
 
Έκδυση ενός κάβουρα, ενώ η έκδυση μιας προνύμφης μεταξοσκώληκα που ζει περ. 30 με 40 μέρες γίνεται 4 φορές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έκδυση θηλυκό

  1. αποβολή της ενδυμασίας
  2. (βιολογία) η απόρριψη του δέρματος (στα ερπετά) ή του κελύφους (στα αρθρόποδα)


Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Έκδυση ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία κάποια ζώα αποβάλουν το δέρμα τους ( ερπετά, έντομα , αρθρόποδα )