Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Δοβίτσινο τα Δοβίτσινα
      γενική του Δοβίτσινου των Δοβίτσινων
    αιτιατική το Δοβίτσινο τα Δοβίτσινα
     κλητική Δοβίτσινο Δοβίτσινα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δοβίτσινο < σλαβικής προέλευσης *děvica (παρθένος, κορίτσι) + -inъ[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðoˈvi.t͡si.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δο‐βί‐τσι‐νο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δοβίτσινο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ζαροδήμος, Γιώργος (2020). Τοπωνυμικά Ευρυτανίας: Τα οικωνύμια του Δήμου Καρπενησίου. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 9. https://www.academia.edu/45022075/Τοπωνυμικά_Ευρυτανίας. 
  2. ΦΕΚ Α 28, 5 Μαρτίου 1928 (λήψη αρχείου PDF)