Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Διπλόδοκος οι Διπλόδοκοι
      γενική του Διπλόδοκου
Διπλοδόκου
των Διπλόδοκων
Διπλοδόκων
    αιτιατική τον Διπλόδοκο τους Διπλόδοκους
Διπλοδόκους
     κλητική Διπλόδοκε Διπλόδοκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αναπαράσταση Διπλόδοκου

  Ετυμολογία επεξεργασία

Διπλόδοκος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Diplodocus < αρχαία ελληνική διπλόος + δοκός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈplo.ðo.kos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Διπλόδοκος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία