πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Διπλόδοκος οι Διπλόδοκοι
      γενική του Διπλόδοκου
& Διπλοδόκου
των Διπλόδοκων
& Διπλοδόκων
    αιτιατική τον Διπλόδοκο τους Διπλόδοκους
& Διπλοδόκους
     κλητική Διπλόδοκε Διπλόδοκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αναπαράσταση Διπλόδοκου

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Διπλόδοκος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία