Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Γόλιανη
      γενική της Γόλιανης
    αιτιατική τη Γόλιανη
     κλητική Γόλιανη
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γόλιανη < σλαβικής προέλευσης *golъ (γυμνός) + -jane (κατάληξη η οποία δηλώνει τους κατοίκους μιας περιοχής)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɣo.ʎa.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γό‐λια‐νη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γόλιανη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία