Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Γιαζιτζόγλου οι Γιαζιτζόγλοι
Γιαζιτζογλαίοι
οι Γιαζιτζόγλου
      γενική του/της Γιαζιτζόγλου των Γιαζιτζόγλων
Γιαζιτζογλαίων
των Γιαζιτζόγλου
    αιτιατική τον/τη Γιαζιτζόγλου τους Γιαζιτζόγλους
Γιαζιτζογλαίους
τους/τις Γιαζιτζόγλου
     κλητική Γιαζιτζόγλου Γιαζιτζόγλοι
Γιαζιτζογλαίοι
Γιαζιτζόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γιαζιτζόγλου < τουρκική Yazıcıoğlu, Γιαζιτζ(ής) + -όγλου

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝa.ziˈd͡zo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Για‐ζι‐τζό‐γλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γιαζιτζόγλου αρσενικό ή θηλυκό (και ως άκλιτο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία