Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γήινος οι Γήινοι
      γενική του Γήινου των Γήινων
    αιτιατική τον Γήινο τους Γήινους
     κλητική Γήινε Γήινοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γήινος < ουσιαστικοποιημένο επίθετο (γήινος < γη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʝi.i.nos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γήινος αρσενικό (θηλυκό: Γήινη)

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία