Γήινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γήινος | οι | Γήινοι |
γενική | του | Γήινου | των | Γήινων |
αιτιατική | τον | Γήινο | τους | Γήινους |
κλητική | Γήινε | Γήινοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΓήινος αρσενικό (θηλυκό: Γήινη)