Δείτε επίσης: βούρλα, Βουρλά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvuɾ.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βούρ‐λα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Βούρλα
      γενική των Βούρλων
    αιτιατική τα Βούρλα
     κλητική Βούρλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βούρλα < πληθυντικός αριθμός του βούρλο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βούρλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. συνοικία του Πειραιά
    ※  Τα Βούρλα ήταν ένα τεράστιο δημόσιο μπορντέλο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε ο δήμος του Πειραιά και λειτούργησε υπό την προστασία του κράτους και την περιφρούρηση της αστυνομίας. (Τέτη Σώλου, Βούρλα, ένα δημόσιο πορνείο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε το κράτος και φρουρούσε η αστυνομία, huffingtonpost.gr, 17 Ιουλίου 2017)
  2. Καμένα: κωμόπολη της Ελλάδας στη Φθιώτιδα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Βούρλα < γενική ενικού του αρσενικού Βούρλας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βούρλα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία