Βουρλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuɾˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βουρ‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒουρλιώτης αρσενικό (θηλυκό Βουρλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος οικισμού με το όνομα Βουρλά ή Βούρλα
Συγγενικά
επεξεργασία- Βουρλά
- Βούρλα
- Βουρλιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βουρλιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βουρλιώτης | οι | Βουρλιώτηδες |
γενική | του | Βουρλιώτη* | των | Βουρλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Βουρλιώτη | τους | Βουρλιώτηδες |
κλητική | Βουρλιώτη | Βουρλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βουρλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βουρλιώτης < πατριδωνυμικό Βουρλιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουρλιώτης αρσενικό (θηλυκό Βουρλιώτη ή Βουρλιώτου)