Βερνάρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βερνάρδος | ||
γενική | του | Βερνάρδου | ||
αιτιατική | τον | Βερνάρδο | ||
κλητική | Βερνάρδε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βερνάρδος < μεσαιωνική λατινική Bernardus < πρωτογερμανική *Bernuharduz < *berô (αρκούδα) + *harduz (δυνατός, γενναίος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /verˈnar.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βερ‐νάρ‐δος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒερνάρδος αρσενικό