Βερνάρδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βερνάρδου < γενική ενικού του αρσενικού Βερνάρδος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒερνάρδου θηλυκό (αρσενικό Βερνάρδος)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Κύπρος, Πίνακες Διοριστέων Ιούνιος 2023, ανακτήθηκε 18/11/2023 [1]